- τρακτεύει
- τρακτεύωadministerpres ind mp 2nd sgτρακτεύωadministerpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρακτεύω — ΜΑ μσν. 1. πιάνω κάτι με το χέρι, ψηλαφώ 2. διοικώ 3. μτφ. ερευνώ, εξετάζω μια υπόθεση αρχ. (κατά τον Ησύχ.) τρακτεύει «μηχανᾶται». [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tracto «σύρω, διαχειρίζομαι, μεταχειρίζομαι»] … Dictionary of Greek